- απροσηγορος
- ἀπροσήγοροςἀ-προσήγορος21) неприветливый, неласковый
(στόμα Soph.; τὸ πλῆθος Plut.)
2) неприступный, свирепый (sc. λέων Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(στόμα Soph.; τὸ πλῆθος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπροσήγορος — not to be accosted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απροσήγορος — η, ο (Α ἀπροσήγορος, ον) [προσήγορος] νεοελλ. ακοινώνητος, αγροίκος … Dictionary of Greek
ἀπροσήγορον — ἀπροσήγορος not to be accosted masc/fem acc sg ἀπροσήγορος not to be accosted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσηγόρους — ἀπροσήγορος not to be accosted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπροσήγορον — ἀπροσήγορον , ἀπροσήγορος not to be accosted masc/fem acc sg ἀπροσήγορον , ἀπροσήγορος not to be accosted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)